- περουζές
- ο(λ. τουρκ.), είδος πολύτιμης πέτρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περουζές — και περουτζές, ο, Ν ο πολύτιμος λίθος κάλλαϊς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. peruze] … Dictionary of Greek
κάλλαϊς — και κάλαϊς, η (Α κάλλαϊς και κάλαϊς) πολύτιμος λίθος γλαυκοπράσινου χρώματος νεοελλ. (ορυκτ.) ορυκτό άμορφο με χρώμα γαλάζιο ή πράσινο, κν. περουζές αρχ. κόκορας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλάινος] … Dictionary of Greek
peruzea — PERUZEÁ, peruzele, s.f. Piatră semipreţioasă, opacă, de culoare albastră sau verzuie; turcoază. [var.: (rar) pirozeá s.f.] – Din tc. peruze. Trimis de oprocopiuc, 10.01.2007. Sursa: DEX 98 PERUZEÁ s. (min.) turcoază. (Inel cu peruzeaele.)… … Dicționar Român
τουρκουάζ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. πολύτιμος λίθος αδιαφανής, περουζές, γαλαζόπετρα. 2. χρωματισμός γαλάζιος ως γαλαζοπράσινος. 3. ύφασμα μεταξομπαμπακερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)